- τσαρδάκι
- το(λ. τουρκ.)1. καλύβα ή σκιά από κλαδιά.2. πρόχειρη κατοικία, καταφύγιο, παράπηγμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσαρδάκι — το, Ν 1. καλύβα κατασκευασμένη από κλαδιά δέντρων 2. (γενικά) πρόχειρο υπόστεγο 3. στεγασμένος εξώστης αγροτικού σπιτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cardak] … Dictionary of Greek
τσαρδάκα — η, Ν το τσαρδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαρδάκι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. καλύβ α)] … Dictionary of Greek
τσαρδί — το, Ν 1. τσαρδάκι 2. (παλ. τ.) στρατόπεδο, κατασκήνωση 3. φρ. «στήνω τσαρδί» στρατοπεδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ουσ. τσαρδάκι το οποίο θεωρήθηκε υποκοριστικό (πρβλ. πασούμι < πασουμάκι)] … Dictionary of Greek
Кастория — Город Кастория Καστοριά Страна ГрецияГреция … Википедия
πασούμι — το 1. (στο παρελθόν) είδος γυναικείου υποδήματος 2. γυναικεία παντόφλα με τακούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. σχηματισμένος από τον τ. πασουμάκι, που νομίστηκε υποκοριστικό (πρβλ. τσαρδάκι > τσαρδί)] … Dictionary of Greek
cerdac — CERDÁC, cerdace, s.n. 1. Mic pridvor, uneori închis cu geamlâc, situat pe una sau pe mai multe laturi ale unei clădiri; galerie deschisă, mărginită de stâlpi (la vechile case boiereşti sau la mănăstiri); verandă, pridvor. ♦ (impr.) Balcon. 2.… … Dicționar Român
τσαρδί — το τσαρδάκι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)